- ξενοκαδής
- ξενοκᾱδής1 caring for strangers
ξενοκαδ[ Pae. 10.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ξενοκαδ[ Pae. 10.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ξενοκαδής — ξενοκαδής, ές (Α) αυτός που φροντίζει τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κᾱδής, δωρ. τ. τού κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. δημο κηδής] … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek